- σαπρότητα
- η / σαπρότης, -ητος, ΝΑ [σαπρός]η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλανεοελλ.μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπρότητα — η σαπίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαπρότητα — σαπρότης rottenness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek